- υπερκατανάλωση
- aşırı tüketim
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υπερκατανάλωση — η, Ν 1. κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών πέρα από το αναγκαίο επίπεδο 2. (κοινων.) η δαπάνη δυσανάλογα μεγάλου μέρους τού εθνικού εισοδήματος για καταναλωτικά αγαθά … Dictionary of Greek
υπερκαταναλωτικός — ή, ό, Ν [υπερκατανάλωση] 1. ο σχετικός με την υπερκατανάλωση 2. φρ. «υπερκαταναλωτική κοινωνία» (κοινων.) σύγχρονη μορφή κοινωνίας, όπου επικρατεί τάση για διάθεση ενός δυσανάλογα μεγάλου μέρους τού εθνικού εισοδήματος για καταναλωτικά αγαθά … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερκαταναλωτισμός — ο, Ν (κοινων.) τάση για υπερκατανάλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκαταναλωτικός + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
υπερφαγία — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) παθολογική υπερκατανάλωση φαγητού που οφείλεται σε βλάβη ορισμένων περιοχών τού υποθαλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperphagia] … Dictionary of Greek